-
1 ζέσις
ζέσις, ἡ, das Sieden, Aufwallen; καὶ ζύμωσις Plat. Tim. 66 b; καὶ ϑύσις τῆς ψυχῆς Crat. 419 e; öfter bei Folgdn; auch übertr. vom Zorn, wie Arist. anim. 1, 1 erkl. ὀργὴ – ζέσις τοῦ περὶ καρδίαν αἱματος καὶ ϑερμοῦ.
См. также в других словарях:
θύσις — και θῡσις, εως, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)] ταραχή, μανία («ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek